νυσσηίτας

νυσσηίτας
νυσσηΐτας, ὁ (Α)
(αμφβλ. ανάγν.) (στους πυθαγορείους) ονομασία τού αριθμού εννέα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < νύσσα (Ι) + κατάλ. -ηΐτᾱς (πρβλ. το χωρίο από τα Θεολογούμενα Αριθμητικής: «καὶ νυσσηΐταν [αὐτὴν ἐπωνόμαζον] ἀπὸ τοῡ ἐπὶ νύσσαν καὶ ὡσανεὶ τέρμα τι τῆς προσόδου τετάχθαι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • νυσσηίταν — νυσσηίτᾱν , νυσσηίτας masc acc sg (epic doric aeolic) νυσσηίτας masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”